- πυθαϊστής
- και πυθιαστής, ὁ, Α1. μέλος τής πυθαΐδος2. στον πληθ. oἱ πυθαϊσταί ή πυθιασταίιερείς τού βωμού τού Αστραπαίου Διός στην Αθήνα οι οποίοι, όταν έβλεπαν αστραπή προς την κατεύθυνση τής κώμης τής Αττικής Άρμα Διός, ειδοποιούσαν τους Αθηναίους, οι οποίοι έστελναν την πυθαΐδα στους Δελφούς3. φρ. «πυθαϊστής χορός» — χορός τον οποίο αποτελούσαν μέλη τής πυθαΐδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυθαΐς + επίθημα -τής].
Dictionary of Greek. 2013.